διάστιξη

διάστιξη
η
η παράσταση με στίγματα διαφόρων σχημάτων στο δέρμα του ανθρώπου, το τατουάζ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάστιξη — (AM διάστιξις) [διαστίζω] ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξη νεοελλ. 1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός 2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζ μσν. 1. στιγματισμός …   Dictionary of Greek

  • διαστιγμή — διαστιγμή, η (Α) διάστιξη*. στίξη …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κατάστιξη — η (Α κατάστιξις) [καταστίζω] νεοελλ. η ενέργεια τού καταστίζω, διάστιξη τού δέρματος, δερματοστιξία, τατουάζ αρχ. (για τα μάτια τού Άργου) ποικιλοχρωμία, παρουσία πολλών στιγμάτων …   Dictionary of Greek

  • Τοτονάκοι — Αρχαίος ινδιάνικος λαός της πολιτείας Βερακρούζ του Μεξικού. Ως προς τον πολιτισμό και τη γλώσσα οι Τ. συγγενεύουν με τους Χουατζέκους και τους Ολμέκους. Ήδη πριν από την ισπανική κατάκτηση υπέστησαν την επίδραση και υποτάχθηκαν στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”